ακταιώριο

ακταιώριο
το [ακταιωρός]
τόπος διαμονής τού ακταιωρού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακταιωρός — ο, η και ακτωρός, ο, η (Α ἀκταίωρος και ἀκτωρός) φύλακας, φρουρός τών ακτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκταί (ακτή Ι) + ωρος < ὥρα «φροντίδα, μέριμνα, προσοχή, πρόνοια». Ο ναυτικός όρος ακταιωρός ή ακτωρίς ναυς ή ακτωρό πλοίο αποτελεί απόδοση στα Ελληνικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”